ριμφάρματος

ριμφάρματος
-ον, Α
αυτός που γίνεται ή συνοδεύεται με γρήγορα άρματα
(α. «φιμφαρμάτοις... ἁμίλλαις», Σοφ.
β. «ῥιμφαρμάτου διφρηλασίας», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίμφα «γρήγορα, ελαφρά» + ἅρμα, -ατος (πρβλ. χρυσ-άρματος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ῥιμφαρμάτοις — ῥιμφάρματος of a swift chariot masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥιμφαρμάτου — ῥιμφάρματος of a swift chariot masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άρμα — Αρχαία πόλη της Ταναγραίας στη Βοιωτία. Πήρε το όνομά της από το άρμα του Αμφιάραου που, σύμφωνα με τοπική παράδοση, εξαφανίστηκε στη θέση αυτή κατά τη φυγή των Αργείων από τις Θήβες. Την πόλη αυτή μνημονεύει και ο Όμηρος. * * * (I) ἄρμα, η (Α)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”